- θεοκίνητος
- θεοκίνητος, -ον (AM)αυτός που κινείται, που δραστηριοποιείται από κάποιον θεό.επίρρ...θεοκινήτως (Μ)με θεία προτροπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοκίνητος — roused by the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκινήτως — θεοκίνητος roused by the gods adverbial θεοκίνητος roused by the gods masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκίνητον — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem acc sg θεοκίνητος roused by the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκινήτου — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκινήτων — θεοκίνητος roused by the gods masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκίνητα — θεοκίνητος roused by the gods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богодвижный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. греч. θεοκίνητος Богом подвигнутый, воздвиженный. Дашася … Словарь церковнославянского языка
богодвижьныи — (2*) пр. Движимый, направляемый богом: ˫ако и на н҃бо. то добрымъ свѣтомъ. бл҃жноѥ оубо и св҃щноѥ ваше положениѥ. Пребл҃жноѥ и богодвижноѥ ваше отхожениѥ. (ϑεοκίνητος) ФСт XIV, 89б; всѣхъ же боголѣпныхъ. и богодвижны(х). и къ б҃у прибѣгающихъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՇԱՐԺ — ( ) NBH 1 0328 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. θεοκίνητος divinitus motus ՅԱստուծոյ շարժեալ, ազդեալ. *Յիշել զաստուածաշարժ զօրհնաբանութիւն մարգարէիցն. Դիոն. եկեղ.: *Աստուածընկալն դաւիթ աստուածաշարժ լեզուաւն խօսի ընդ Աստուած. Տօնակ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)